Η αρχική προσέγγιση ενός υπογόνιμου ζευγαριού μπορεί να γίνει είτε από γενικό γυναικολόγο είτε από εξειδικευμένους γυναικολόγους.Μετά την αρχική προσέγγιση, όμως, είναι απαραίτητο το ζευγάρι να απευθύνεται σε ειδικούς γυναικολόγους αναπαραγωγής με εξειδίκευση στον τομέα της υπογονιμότητας που θα αναλάβουν την πλήρη διαγνωστική διερεύνηση και θα είναι σε θέση να παρέχουν ολόκληρο το φάσμα της θεραπευτικής παρέμβασης.
Η αρχική διερεύνηση του ζεύγους περιλαμβάνει μετά την λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού, την πλήρη κλινική εξέταση τόσο της γυναίκας όσο και του άντρα.
Οι αρχικές εξετάσεις που γίνονται συνήθως είναι οι ακόλουθες:
Εξετάσεις για τις γυναίκες
- Εξετάσεις αίματος, τη 2η έως την 4η μέρα του κύκλου, για τον έλεγχο των επιπέδων των ορμονών FSH, LH, TSH, οιστραδιόλη, προγεστερόνη και προλακτίνη.
- Εξετάσεις αίματος για τον έλεγχο σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών όπως Ηπατίτιδα Β και C και HIV.
- Διακολπικό υπερηχογράφημα για τον έλεγχο της μήτρας και των ωοθηκών.
- Εξέταση τραχηλικής βλέννης μετά από επαφή (Post-coital test) Αυτή η εξέταση γίνεται για να ελεγχθεί εάν η τραχηλική βλέννα γίνεται διαυγήςκαι πιο δεκτική στο σπέρμα που θέλει να φθάσει μέχρι τις σάλπιγγες.
- Το τραχηλικό δείγμα εξετάζεται σε μικροσκόπιο για τυχόν ύπαρξη σπέρματος.
- Ο αριθμός των σπερματοζωαρίων καταγράφεται και θα αξιολογείται το επίπεδο της δραστηριότητάς τους.
- Υστεροσαλπιγγογραφία η οποία συνίσταται κυρίως για τον έλεγχο των σαλπίγγων. Είναι μία ακτινολογική εξέταση της μήτρας και των σαλπίγγων έπειτα από χρήση ειδικού σκιαστικού υγρού. Μικρή ποσότητα του υγρού αυτού περνάει μέσα από τον κόλπο και καταλήγει στη μήτρα, αποκαλύπτοντας τυχόν εμπόδια που υπάρχουν στις σάλπιγγες. Επίσης, με την εξέταση αυτή ο γυναικολόγος ελέγχει το σχήμα και την κατάσταση της μητρικής κοιλότητας, πληροφορίες οι οποίες είναι πολύ χρήσιμες κυρίως σε περιπτώσεις επαναλαμβανόμενων αποβολών. Η διαδικασία είναι ανώδυνη, διαρκεί λίγα μόνο λεπτά και δεν μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια της έμμηνου ρήσης.
Εξετάσεις για τους άνδρες
- Σπερμοδιάγραμμα για τον έλεγχο όλων των παραμέτρων του σπέρματος (όγκο, οξύτητα, συγκέντρωση, κινητικότητα, μορφολογία). Σε περίπτωση που η πρώτη ανάλυση του σπέρματος είναι μη φυσιολογική τότε η εξέταση επαναλαμβάνεται, καθώς είναι ο μόνος τρόπος για να διαγνωστεί η ανδρική υπογονιμότητα.
- Εξετάσεις αίματος, για τον έλεγχο των ορμονών FSH, LH, οιστραδιόλη, και προγεστερόνη.
- Εξετάσεις αίματος για τον έλεγχο σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών όπως Ηπατίτιδα Β και C και HIV.
- Αν τα ζευγάρια έχουν κάνει κάποιες από τις παραπάνω εξετάσεις τον τελευταίο χρόνο, τότε είναι απαραίτητο να προσκομίσουν τις απαντήσεις στο πρώτο ραντεβού με τον ειδικό γυναικολόγο.
Διάγνωση Υπογονιμότητας
Πριν από οποιαδήποτε θεραπεία χρειάζεται να τεθεί μια σαφής διάγνωση. Η διάγνωση της υπογονιμότητας τίθεται από εξειδικευμένο ιατρό (γυναικολόγο, ουρολόγο-ανδρολόγο ή ενδοκρινολόγο, ανάλογα με την περίπτωση). Εκτός από την κλινική εξέταση και την λεπτομερή λήψη του ιατρικού ιστορικού του ζευγαριού, ο διαγνωστικός έλεγχος μπορεί να συμπεριλάβει:
- μικροβιολογικές εξετάσεις (συνήθως καλλιέργεια σπέρματος και κολπικού υγρού)
- εργαστηριακές αναλύσεις αίματος, σπέρματος και τραχηλικής βλέννης
- ειδικές απεικονιστικές εξετάσεις (υπερηχογράφημα κάτω κοιλίας ή οσχέου, υστεροσαλπιγγογραφία, αξονική ή μαγνητική τομογραφία)
κολποσκόπηση, πεοσκόπηση - χειρουργικές επεμβάσεις (υστεροσκόπηση, λαπαροσκόπηση)
- άλλες ειδικές εξετάσεις και αναλύσεις (ανοσολογικές, σπέρματος, κ.λπ.)
Επαναλαμβάνουμε ότι η ορθή διάγνωση είναι εξαιρετικά σημαντική, διότι αυτή καθοδηγεί την επιλογή της θεραπευτικής στρατηγικής. Διεθνώς διαφαίνεται πλέον η τάση για εξατομικευμένη θεραπεία, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε ζευγαριού.
Είναι επομένως χρήσιμο τα ζευγάρια να απευθύνονται σε οργανωμένες ιατρικές Μονάδες, είτε μετά από σύσταση του γενικού τους παθολόγου, είτε του ειδικευμένου επιστήμονα με τον οποίον είχαν την πρώτη τους επαφή, είτε ακόμη και απ’ ευθείας.
Έτσι, το ζευγάρι δεν υποχρεώνεται σε άσκοπες ή πολλαπλές εξετάσεις και σε αποσπασματικές ή ημιτελείς διαγνωστικές διαδικασίες, ενώ μειώνεται και ο χρόνος αναμονής από την διαπίστωση του προβλήματος μέχρι την κατάστρωση του σχεδίου αντιμετώπισής του.