Είναι νοσήματα που μεταδίδονται από άτομο σε άτομο κατά την σεξουαλική επαφή. Μερικά απ’ αυτά μπορούν να μεταδοθούν με απλή σωματική επαφή ενώ άλλα χρειάζονται πλήρη και στενή σεξουαλική σχέση.
Μολονότι η προφύλαξη είναι δυνατή και υπάρχουν πλέον αποτελεσματικές θεραπείες, τα αφροδίσια νοσήματα αποτελούν και σήμερα σοβαρό πρόβλημα.
Γι’ αυτό οι προφυλάξεις που μπορεί να πάρει ο καθένας για την αποφυγή τέτοιων νοσημάτων είναι η χρησιμοποίηση προφυλακτικού, όταν έχει σεξουαλικές σχέσεις με κάποιον που δεν γνωρίζει καλά, η πλύση των γεννητικών οργάνων μετά από κάθε επαφή και η επίσκεψη στο γιατρό αμέσως μόλις διαπιστώσει κάποιο σύμπτωμα προτρέποντας και το σύντροφό του να κάνει το ίδιο.
AIDS ή Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοποιητικής Ανεπάρκειας
Το AIDS είναι το αποτέλεσμα της μόλυνσης από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοεπάρκειας (HIV). Το HIV προκαλείται από την μόλυνση από τους ανθρώπινους ρετροϊούς HIV1- HIV2.
Μετάδοση: Αυτοί μεταδίδονται από την σεξουαλική επαφή, επαφή με αίμα – παράγωγα ή άλλα σωματικά υγρά. Κατά την εγκυμοσύνη ή με το μητρικό γάλα κατά τον θηλασμό. Όμως δεν μεταδίδεται με συνηθισμένες επαφές (φιλί, ίδιος χώρος εργασίας, τουαλέτα). Το σήμα κατατεθέν είναι η έκδηλη ανοσοανεπάρκεια που προκύπτει από μια προοδευτική ποσοτική – ποιοτική ανεπάρκεια της υπομονάδας των Τ λεμφοκυττάρων που αναφέρονται ως βοηθητικά κύτταρα Τ.
Συμπτώματα: Τα κλινικά συμπτώματα είναι μεγάλη αδυναμία του οργανισμού, λεμφαδενοπάθεια, διάρροια, πυρετός, έντονος βήχας. Δεν αναπτύσσουν AIDS όλα τα άτομα που μολύνονται από τον ιό HIV. Οι ασθενείς με AIDS συχνά προσβάλλονται από ένα είδος πνευμονίας, την πνευμονική λοίμωξη Pneumodystis Curinii, με ξηρό βήχα, δύσπνοια και πυρετό. Επίσης, μπορεί να παρουσιάσουν μηνιγγίτιδα, ή μια ειδική μορφή καρκίνου (το σάρκωμα Kaposi) που αποτελεί σπάνιο τύπο καρκίνου του δέρματος, καθώς και όγκους του λεμφικού συστήματος όπως το λέμφωμα Hodgkin.
Θεραπευτική αγωγή: Συστήνεται υγιεινή διατροφή, αποφυγή του καπνίσματος, της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Τα αντιβιοτικά τύπου ιντερφερόνης, ουραμίνης και τέλος του ΑΖΤ χορηγούνται σε ασθενείς που παρουσιάζουν λοιμώξεις.
Προφύλαξη: Τρόπος προφύλαξης είναι η αποφυγή επαφής χωρίς προφύλαξη με σεξουαλικούς συντρόφους υψηλού κινδύνου, όπως είναι οι τοξικομανείς, οι αμφίφιλοι άνδρες (δηλαδή εκείνοι που έχουν σχέσεις και με τα δυο φύλλα), οι άνδρες με μεγάλο αριθμό σεξουαλικών συντρόφων ή συντρόφων από χώρες που ενδημεί το AIDS και η συστηματική χρήση προφυλακτικών μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μετάδοσης του HIV. Τέλος, πρέπει να γνωρίζουμε όσο γίνεται περισσότερα για τον σύντροφό μας πριν επιχειρήσουμε σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη.
Ιογενής ηπατίτιδα
Η ιογενής ηπατίτιδα είναι μια μολυσματική ασθένεια του ήπατος. Το άτομο που νοσεί μπορεί να μην έχει κανένα σύμπτωμα ή μπορεί να παρουσιάσει ήπιες γαστρεντερικές ενοχλήσεις ή ακόμα πιο έντονα συμπτώματα και περιστασιακά πολύ σοβαρότερες ιατρικές επιπλοκές συμπεριλαμβανομένου και του θανάτου.
Ηπατίτιδα Β: Η ηπατίτιδα Β μεταδίδεται συνήθως με το αίμα, μπορεί όμως να μεταδοθεί με το σάλιο, το σπέρμα, τις κολπικές εκκρίσεις και άλλα υγρά του σώματος.
Ηπατίτιδα C: Η ετεροφυλοφιλική μετάδοση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση αυτής της μορφής ηπατίτιδας η οποία ευθύνεται σήμερα για το 90% των κρουσμάτων. Η ηπατίτιδα C αναπτύσσεται επίσης ύστερα από μετάγγιση αίματος και είναι ιδιαίτερα καταστροφική, επειδή μισοί τουλάχιστον από αυτούς που μολύνονται μπορεί να πεθάνουν τελικά από κίρρωση ή καρκίνο του ήπατος, αν δεν θεραπευτούν εκγαίρως.
Διάγνωση & θεραπεία: Η διάγνωση της ηπατίτιδας γίνεται με εργαστηριακές εξετάσεις και ο καθορισμός του τύπου της ηπατίτιδας με επιμέρους έλεγχο δειγμάτων του αίματος.
Για την ηπατίτιδα Β υπάρχει πλέον ειδικό εμβόλιο, που γίνεται στην παιδική ηλικία. Ενώ για την ηπατίτιδα C υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία η οποία διαρκεί αρκετούς μήνες, αλλά συνήθως προσφέρει ίαση.
Σύφιλη
Η σύφιλη προξενείται από ένα μικρό βακτηρίδιο που ονομάζεται ωχρά σπειροχαίτη.
Μετάδοση: Η σύφιλη μεταδίδεται συνήθως με την σεξουαλική επαφή ή κατά το τοκετό στο νεογνό αλλά μπορεί επίσης να εμφανισθεί έπειτα από μετάγγιση αίματος.
Διάγνωση: Η σύφιλη μπορεί να διαγνωστεί και να θεραπευτεί οποιαδήποτε στιγμή της εξέλιξής της.